- μεσαιωνισμός
- ο1. η ιδιότητα τού μεσαιωνικού2. μτφ. ανελευθερία, οπισθοδρομικότητα, βαρβαρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσαίων (μεσαίωνας) + κατάλ. -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Δ. Θερειανό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσαιωνισμός — ο βαρβαρότητα, οπισθοδρομικότητα, ανελευθερία: Στο σχολείο μας επικρατεί μεσαιωνισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βίντερ, Κρίστιαν Φέρντιναντ — (Kristian Ferdinand Winther, Φένσμαρκ 1796 – Παρίσι 1876).Δανός ποιητής. Τα πρώτα του ποιήματα, που τον έφεραν σε μια από τις πρώτες θέσεις μεταξύτων εκπροσώπων του δανέζικου ρομαντισμού, ήταν ερωτικά και μπαλάντες επηρεασμένες από το ύφος του… … Dictionary of Greek